Εγκάθετος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εγκάθετος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idioma, língua, linguagem, sentar-se, sentar, Sente
Εγκάθετος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκάθετος

εγκάθετος ορισμός, εγκάθετος λεξικό, εγκάθετος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκάθετος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εγγύτητα στα πορτογαλικά - proximidade, proa, de proximidade, a proximidade, proximidades, próximo
  • εγείρομαι στα πορτογαλικά - aflorar, levantar, nascer, subir, aumentar, elevar, aumento, ...
  • εγκάρδιος στα πορτογαλικά - cardíaco, cordial, afável, gentil, bondoso, amável, licor, ...
  • εγκέφαλος στα πορτογαλικά - espírito, mente, cérebro, cerebral, do cérebro, cerebrais, cérebros
Τυχαίες λέξεις
Εγκάθετος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: idioma, língua, linguagem, sentar-se, sentar, Sente