Imparcial στα ελληνικά

Μετάφραση: imparcial, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξωθώ, αμερόληπτος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου
Imparcial στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • imortalizar στα ελληνικά - άτρωτος, απρόσβλητος, αποθανατίζω, αθανατοποιούν, αθανατοποιήσει, αθανατοποιήσουν, απαθανατίσει
  • impar στα ελληνικά - λυγμός, ανύπαντρος, μόνος, λαχανιάζω, μονόκλινος, σοσιαλισμός, μονός, ...
  • impedimento στα ελληνικά - εμπόδιο, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια, παρακώλυση
  • impedir στα ελληνικά - κωλυσιεργώ, παρακωλύω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Τυχαίες λέξεις
Imparcial στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξωθώ, αμερόληπτος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου