Εξωθώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξωθώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imparcial, impelir, expulsar, Extrude, extrusão, expulse, de extrusão
Εξωθώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξωθώ

ωθώ συνώνυμο, εξωθώ συνώνυμα, εξωθώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξωθώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξυπνάδα στα πορτογαλικά - sagacidade, querer, anseio, desejo, espírito, desejar, inteligência, ...
  • εξωγήινος στα πορτογαλικά - estranho, alienígena, estrangeiro, estrangeira, estranha
  • εξωκλήσι στα πορτογαλικά - capela, Chapel, capela de, capela do
  • εξωστρεφής στα πορτογαλικά - extrovertido, extrovertida, extrovert, pessoa extrovertida, extrovertidos
Τυχαίες λέξεις
Εξωθώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: imparcial, impelir, expulsar, Extrude, extrusão, expulse, de extrusão