Incorrer στα ελληνικά

Μετάφραση: incorrer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράγματι, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Incorrer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inconveniente στα ελληνικά - πονώ, χτυπώ, πληγώνω, τραυματίζω, βλάβη, βλάπτω, άβολος, ...
  • incorporar στα ελληνικά - λάθος, ενσωματώνω, ενσωματώσει, ενσωματώνουν, ενσωματώνει, ενσωματώσουν, συμπεριλάβει
  • incrementar στα ελληνικά - αναπτύσσω, εξέλιξη, αναπτύσσομαι, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, ...
  • incriminar στα ελληνικά - ενοχοποιώ, ενοχοποιήσει, ενοχοποιούν, ενοχοποιήσει τον, ενοχοποιήσουν
Τυχαίες λέξεις
Incorrer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράγματι, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν