Industrial στα ελληνικά
Μετάφραση: industrial, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indubitável στα ελληνικά - σίγουρος, βέβαιος, αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητος
- indultar στα ελληνικά - συγχώρηση, χάρη, συγχωρώ, συγγνώμη, απονομή χάριτος, χάριτος
- industrialista στα ελληνικά - βιομήχανος, βιομήχανο, βιομηχάνου, βιομήχανου, βιομηχάνους
- industrializar στα ελληνικά - βιομηχανοποιώ, εκβιομηχανίζω, βιομηχανοποιούμε, εκβιομηχανίσει, βιομηχανοποιούν
Τυχαίες λέξεις
Industrial στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές
Μεταφράσεις: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές