Infante στα ελληνικά
Μετάφραση: infante, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζικό, βρέφος, βρέφους, παιδικά, βρέφη, βρεφικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- infalivelmente στα ελληνικά - τέλεια, νεκρός, τελείως, πεθαμένος, απολύτως, αλαθητώς, infallibly, ...
- infantaria στα ελληνικά - πεζικό, μολύνω, πόδι, πεζικού, του πεζικού, το πεζικό, στο πεζικό
- infantil στα ελληνικά - βρέφος, βρέφους, παιδικά, βρέφη, βρεφικής
- infectar στα ελληνικά - μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Τυχαίες λέξεις
Infante στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζικό, βρέφος, βρέφους, παιδικά, βρέφη, βρεφικής
Μεταφράσεις: πεζικό, βρέφος, βρέφους, παιδικά, βρέφη, βρεφικής