Πεζικό στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πεζικό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
menino, criança, infante, infantaria, menina, de infantaria, da infantaria, Infantry, a infantaria
Πεζικό στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεζικό

βυζαντινό πεζικό, πεζικό (βαρέα όπλα), πεζικό υεα, ελληνικό πεζικό, πεζικό τρίπολη, πεζικό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πεζικό στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πεδικλώνω στα πορτογαλικά - podar, enlaçar, viagem, ligamento, ligar, guarnição, embicar, ...
  • πεζεύω στα πορτογαλικά - demita, desmonte, destituir, pezefo
  • πεζοδρόμιο στα πορτογαλικά - pavimente, pavimento, calçar, desconcentrar, calçada, passeio, sidewalk, ...
  • πεζοναύτης στα πορτογαλικά - marinha, marinho, marinhos, marítimo, marinhas
Τυχαίες λέξεις
Πεζικό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: menino, criança, infante, infantaria, menina, de infantaria, da infantaria, Infantry, a infantaria