Inocule στα ελληνικά
Μετάφραση: inocule, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό, εμβολιάσει, ενοφθαλμισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- injuriar στα ελληνικά - δυσφημώ, βρίζω, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, ...
- inocente στα ελληνικά - αθώος, αθώα, αθώων, αθώο, αθώους
- inoperante στα ελληνικά - νεκρός, πεθαμένος, εκτός λειτουργίας, ανενεργό, δεν λειτουργεί, αλυσιτελής
- inopinado στα ελληνικά - κοφτός, απροσδόκητος, απροσδόκητη, απροσδόκητο, απροσδόκητες, απρόσμενη
Τυχαίες λέξεις
Inocule στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό, εμβολιάσει, ενοφθαλμισμό
Μεταφράσεις: εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό, εμβολιάσει, ενοφθαλμισμό