Jure στα ελληνικά

Μετάφραση: jure, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, αυτοδικαίως, εκ του νόμου, του νόμου, νόμου
Jure στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • juramento στα ελληνικά - όρκος, βρόμη, βρώμη, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
  • jurar στα ελληνικά - ορκίζομαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
  • jurisdição στα ελληνικά - δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
  • jurisprudência στα ελληνικά - νόμος, νομολογία, νομολογίας, τη νομολογία, νομολογία του, της νομολογίας
Τυχαίες λέξεις
Jure στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, αυτοδικαίως, εκ του νόμου, του νόμου, νόμου