Ορκίζομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
voto, suazilândia, jure, votar, jurar, juro, juram, juro que, jura
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι
ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ορκίζομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- οριστικά στα πορτογαλικά - definitivamente, definitivo, certamente, certeza, sem dúvida, dúvida
- οριστικός στα πορτογαλικά - definir, definitivo, definitiva, definitivos, definitivas, definitivamente
- ορκισμένος στα πορτογαλικά - jurado, jurar, jurou, empossado, juramentada
- ορμέμφυτος στα πορτογαλικά - instintivo, instintiva, intuitiva, instintivos, instintivas
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: voto, suazilândia, jure, votar, jurar, juro, juram, juro que, jura
Μεταφράσεις: voto, suazilândia, jure, votar, jurar, juro, juram, juro que, jura