Largura στα ελληνικά
Μετάφραση: largura, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύζυγος, γυναίκα, φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Μεταφράσεις
- largar στα ελληνικά - αφήνω, ενοικιάζομαι, κυκλοφορώ, εκκρίνω, δημοσιεύω, πτώση, πέσει, ...
- largo στα ελληνικά - πλατύς, ευρύς, φαρδύς, ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, ...
- larva στα ελληνικά - προνύμφη, κάμπια, προνύμφης, προνύμφες, νύμφη
- lasca στα ελληνικά - θραύσμα, διχοτομία, μοιράζω, αγκίδα, μοίρα, σκλήθρα, σχισμοειδείς, ...
Τυχαίες λέξεις
Largura στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύζυγος, γυναίκα, φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Μεταφράσεις: σύζυγος, γυναίκα, φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους