Legalizar στα ελληνικά

Μετάφραση: legalizar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρύλος, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Legalizar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • leal στα ελληνικά - πιστός, πιστοί, πιστούς, πιστή, πιστό
  • lebre στα ελληνικά - λαγός, Hare, λαγού, λαγό, λαγών
  • legar στα ελληνικά - κληροδοτώ, κληροδοτούν, κληροδοτήσουν, κληροδοτήσουμε, να κληροδοτήσουν
  • legenda στα ελληνικά - θρυλικός, θρύλος, μυθικός, μύθος, μύθο, θρύλο, το μύθο
Τυχαίες λέξεις
Legalizar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρύλος, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί