Lei στα ελληνικά

Μετάφραση: lei, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελούζα, γκαζόν, νόμος, δικαίου, δίκαιο, νομοθεσία, νόμου
Lei στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • legitimar στα ελληνικά - λεμόνι, νομιμοποιήσει, νομιμοποιούν, νομιμοποιήσουν, νομιμοποιεί, να νομιμοποιήσει
  • legume στα ελληνικά - χορτοφάγος, λαχανικό, φυτικά, λαχανικών, φυτικών, φυτικό
  • leiloar στα ελληνικά - πλειστηριασμός, δημοπρασία, δημοπρασίας, πλειστηριασμού, πλειστηριασμό, δημοπρασιών
  • leitaria στα ελληνικά - τυροκομείο, Creamery, γαλακτοκομείο, γαλακτοπωλείο, τυροκομείο του
Τυχαίες λέξεις
Lei στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελούζα, γκαζόν, νόμος, δικαίου, δίκαιο, νομοθεσία, νόμου