Lima στα ελληνικά
Μετάφραση: lima, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιμάρω, υποβάλλω, πίφερο, ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ασβέστου
Μεταφράσεις
- ligação στα ελληνικά - δεσμός, σύνδεση, συνδέω, κρίκος, συγκολλώ, σχέση, λουρί, ...
- ligeiro στα ελληνικά - φωτερός, φωτίζω, ξανθός, ανάβω, φως, φωτός, πρίσμα, ...
- limar στα ελληνικά - ράσπα, βατόμουρο, κατάθεσης, αρχειοθέτησης, κατάθεση, αρχειοθέτηση, υποβολή
- limas στα ελληνικά - γεμίζω, αρχεία, αρχείων, τα αρχεία, αρχεία που, των αρχείων
Τυχαίες λέξεις
Lima στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιμάρω, υποβάλλω, πίφερο, ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ασβέστου
Μεταφράσεις: λιμάρω, υποβάλλω, πίφερο, ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ασβέστου