Λιμάρω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λιμάρω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arquivar, fila, lima, figura, grosa, raspagem, de raspagem, rasp
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιμάρω
λιμάρω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λιμάρω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λιμάνι στα πορτογαλικά - abrigo, porto, porta, porta de, da porta, de porta
- λιμάρης στα πορτογαλικά - grosa, raspagem, lima, de raspagem, rasp
- λιμασμένος στα πορτογαλικά - ravening, voraz, rapina, devoradora, devorador
- λιμνάζων στα πορτογαλικά - estagnação, a estagnação, de estagnação, estancamento, estagnação do
Τυχαίες λέξεις
Λιμάρω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arquivar, fila, lima, figura, grosa, raspagem, de raspagem, rasp
Μεταφράσεις: arquivar, fila, lima, figura, grosa, raspagem, de raspagem, rasp