Menino στα ελληνικά

Μετάφραση: menino, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρέφος, παιδί, συνάδελφος, αγόρι, άντρας, τύπος, πεζικό, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι
Menino στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mendigo στα ελληνικά - ζητιάνος, επαίτης, ζητιάνο, ζητιάνου, επαίτη
  • menina στα ελληνικά - κούκλα, βρέφος, παραδίνω, χάνω, δίνω, κόμματος, πεζικό, ...
  • menoridade στα ελληνικά - μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
  • menos στα ελληνικά - δερμάτινος, μειώνω, χωρίς, άνευ, μικραίνω, ελαττώνω, μείον, ...
Τυχαίες λέξεις
Menino στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρέφος, παιδί, συνάδελφος, αγόρι, άντρας, τύπος, πεζικό, αγοριού, αγόρι που, το αγόρι