Moderno στα ελληνικά

Μετάφραση: moderno, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύγχρονος, μοντέρνος, hipster, εσώρουχο
Moderno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • moderar στα ελληνικά - σύγχρονος, μοντέρνος, μέτριος, μετριάζω, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, ...
  • modernizar στα ελληνικά - μετριόφρων, σεμνός, εκσυγχρονισμό, τον εκσυγχρονισμό, εκσυγχρονίσει, εκσυγχρονισμό των, εκσυγχρονίσουν
  • modesto στα ελληνικά - σεμνός, μετριόφρων, παραλλάζω, τροποποιώ, μέτρια, μικρή, μέτριο
  • modificar στα ελληνικά - αλλάζω, μετατροπή, παραλλάζω, παραλλαγή, τροποποιώ, τροποποιήσει, να τροποποιήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Moderno στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύγχρονος, μοντέρνος, hipster, εσώρουχο