Monopolizar στα ελληνικά

Μετάφραση: monopolizar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλώ, μονοπωλήσει, μονοπωλούν, μονοπωλήσουν, να μονοπωλήσει
Monopolizar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • momentâneo στα ελληνικά - στιγμιαίος, στιγμιαία, στιγμιαίας, στιγμιαίες, στιγμιαίο
  • monge στα ελληνικά - καλόγερος, μοναχός, μοναχό, μοναχού, μοναχών
  • monopólio στα ελληνικά - μήνας, μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
  • monstro στα ελληνικά - τέρας, κτήνος, τέρατος, το τέρας, τεράτων, τέρας που
Τυχαίες λέξεις
Monopolizar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλώ, μονοπωλήσει, μονοπωλούν, μονοπωλήσουν, να μονοπωλήσει