Μονοπώλιο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
monopolizar, monopólio, de monopólio, monopolista, o monopólio, monopólio de
Μονοπώλιο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο

μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μονοπώλιο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μονοπάτι στα πορτογαλικά - traçar, linha, calcar, trilha, traço, caminho, patente, ...
  • μονοπάτια στα πορτογαλικά - trilhas, fugas, trilhas para, trilhas de, trilhos
  • μοντέλο στα πορτογαλικά - moda, plasmar, modalidade, modelos, modelação, modo, modelar, ...
  • μοντέρνος στα πορτογαλικά - hodierno, moderado, moderno, moderar, moderna, modernos, modernas
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: monopolizar, monopólio, de monopólio, monopolista, o monopólio, monopólio de