Multiplicar στα ελληνικά

Μετάφραση: multiplicar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολλαπλασιάζω, μουρμουρίζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
Multiplicar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • multidão στα ελληνικά - πλημμυρίζω, στοιβάζω, συσκευάζω, πλήθος, ανάχωμα, πλημμύρες, κοπάδι, ...
  • multinacional στα ελληνικά - πολλαπλός, πολυεθνικός, πολυεθνικές, πολυεθνικών, πολυεθνική, πολυεθνικής
  • mundo στα ελληνικά - υφήλιος, κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια
  • município στα ελληνικά - πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
Τυχαίες λέξεις
Multiplicar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολλαπλασιάζω, μουρμουρίζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν