Ocupação στα ελληνικά
Μετάφραση: ocupação, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επάγγελμα, κατάληψη, κατοχή, καταλαμβάνω, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ocupado στα ελληνικά - απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο
- ocupar στα ελληνικά - παίρνω, συμβαίνω, καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, ...
- odiar στα ελληνικά - μίσος, σιχαίνομαι, μισώ, μισούν, το μίσος, μίσους
- odor στα ελληνικά - ευωδία, από, οσμή, μυρωδιά, ευωδιά, άρωμα, μυρίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ocupação στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επάγγελμα, κατάληψη, κατοχή, καταλαμβάνω, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Μεταφράσεις: επάγγελμα, κατάληψη, κατοχή, καταλαμβάνω, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία