Κατοχή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
possuir, empreitada, possua, ter, profissão, ofício, arte, possessão, apossar, carga, ocupação, posse, a posse, poder, tempo nos seus pés
Κατοχή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοχή

κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατοχή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατολίσθηση στα πορτογαλικά - derrocadas, deslizamento, corrediço, deslizante, deslizando, correr
  • κατορθώνω στα πορτογαλικά - alcance, adquirir, atingir, arranjar, alcançar, abranger, obter, ...
  • κατοχυρώνω στα πορτογαλικά - prosperidade, salvaguarda, resguardar, proteger, abrigar, salvaguardar, seguro, ...
  • κατράμι στα πορτογαλικά - asfaltar, alcatrão, piche, arremesso, breu, passo, pez
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: possuir, empreitada, possua, ter, profissão, ofício, arte, possessão, apossar, carga, ocupação, posse, a posse, poder, tempo nos seus pés