Κατάληψη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carga, empreitada, ocupação, profissão, ofício, arte, apreensão, convulsão, confisco, captura, a apreensão
Κατάληψη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάληψη

κατάληψη στο γραφείο του μητσοτάκη, κατάληψη έπαυλης κουβέλου, κατάληψη σινιάλο, κατάληψη libertatia, κατάληψη ματσάγγου, κατάληψη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατάληψη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατάκτηση στα πορτογαλικά - conquista, conquistas, a conquista, conquest, conquistar
  • κατάληξη στα πορτογαλικά - impressão, fim, esforço, conclusão, consequência, resultado, efeito, ...
  • κατάλληλα στα πορτογαλικά - apropriadamente, adequado, apropriado, adequada, adequados, apropriada
  • κατάλληλος στα πορτογαλικά - adequado, caber, terno, fato, apropriar, apropriado, adequada, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάληψη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: carga, empreitada, ocupação, profissão, ofício, arte, apreensão, convulsão, confisco, captura, a apreensão