Olho στα ελληνικά
Μετάφραση: olho, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάτι, φρύδι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Μεταφράσεις
- olhadela στα ελληνικά - αντιμετωπίζω, όψη, φαίνομαι, αντικρίζω, εμφάνιση, έκφραση, βλέμμα, ...
- olhar στα ελληνικά - υφήλιος, μάτι, φρουρά, σαρώνω, φαίνομαι, αργαλειός, εφημερίδα, ...
- olimpo στα ελληνικά - ουρανός, Ολύμπου, Όλυμπος, Η Olympus, olympus, Όλυμπο
- oliveira στα ελληνικά - παραλείπω, ελαιόδενδρο, ελιά, ελιάς, ελαιόδεντρο, της ελιάς
Τυχαίες λέξεις
Olho στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάτι, φρύδι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Μεταφράσεις: μάτι, φρύδι, οφθαλμός, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού