Οφθαλμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
olhar, jubilar, metade, olho, centro, meio, olhos, do olho, eye, ocular
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφθαλμός
οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οφθαλμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ουσιώδης στα πορτογαλικά - essência, essencial, básico, essenciais, fundamental, indispensável, imprescindível
- οφείλω στα πορτογαλικά - aniquilar, dever, deva, oprima, acabrunhar, deve, devem, ...
- οχετός στα πορτογαλικά - esgotar, drenagem, libélula, estancar, dreno, canal, drenar, ...
- οχιά στα πορτογαλικά - víbora, Viper, víbora de, da víbora, a víbora
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: olhar, jubilar, metade, olho, centro, meio, olhos, do olho, eye, ocular
Μεταφράσεις: olhar, jubilar, metade, olho, centro, meio, olhos, do olho, eye, ocular