Pó στα ελληνικά
Μετάφραση: pó, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πούδρα, δύναμη, κύρος, πασπαλίζω, εξουσία, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pêssego στα ελληνικά - γιαρμάς, κορυφώνω, κορυφή, ροδάκινο, ροδάκινου, ροδακινί, ροδάκινων, ...
- pílula στα ελληνικά - χάπι, χαπιού, χαπιών, το χάπι, χάπια
- pódio στα ελληνικά - πλατφόρμα, κούτσουρο, εξέδρα, βάθρο, βήμα, πόντιουμ, βάθρου
- pólo στα ελληνικά - παλούκι, αστυνομία, πάσσαλος, αστυνομεύω, κοντάρι, πόλο, πόλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Pó στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πούδρα, δύναμη, κύρος, πασπαλίζω, εξουσία, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
Μεταφράσεις: πούδρα, δύναμη, κύρος, πασπαλίζω, εξουσία, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως