Pai στα ελληνικά

Μετάφραση: pai, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, κούραση, πατέρας, κόπος, πατέρα, ο πατέρας, τον πατέρα, του πατέρα
Pai στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pagamento στα ελληνικά - μισθός, βασανισμός, αποδοχές, πληρώνω, πληρωμή, απολαβές, βασανίζω, ...
  • pagar στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώνω, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
  • painel στα ελληνικά - προεδρείο, πανικοβάλλω, πανικός, φάτνωμα, πίνακας, πίνακα, πάνελ, ...
  • pairo στα ελληνικά - πως, πώς, φτερουγίζω, επικρέμαμαι, περιίπταμαι, Πηγαίντε, Hover
Τυχαίες λέξεις
Pai στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, κούραση, πατέρας, κόπος, πατέρα, ο πατέρας, τον πατέρα, του πατέρα