Κούραση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κούραση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fatiga, cansaço, cansar, fatigar, pai, estafar, fadiga, a fadiga, de fadiga
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κούραση
κούραση στα μάτια, κούραση inter arma, κούραση και υπνηλία, κούραση συνώνυμα, κούραση και καρδιά, κούραση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κούραση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κούνια στα πορτογαλικά - bambolear, abalançar, balanço, defraudar, balançar, balanço do, do balanço, ...
- κούπα στα πορτογαλικά - caneca, mug, caneca de, caneca do, a caneca
- κούρεμα στα πορτογαλικά - corte de cabelo, haircut, corte, margem de, o corte de cabelo
- κούρνια στα πορτογαλικά - poleiro, vara, perca, percas, perch
Τυχαίες λέξεις
Κούραση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fatiga, cansaço, cansar, fatigar, pai, estafar, fadiga, a fadiga, de fadiga
Μεταφράσεις: fatiga, cansaço, cansar, fatigar, pai, estafar, fadiga, a fadiga, de fadiga