Peculiar στα ελληνικά
Μετάφραση: peculiar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
της], κατέχω, προσωπικός, ιδιόμορφος, περίεργη, ιδιόμορφη, ιδιόμορφο, περίεργο
Μεταφράσεις
- pecado στα ελληνικά - αμαρτία, αμαρτάνω, αμαρτίας, την αμαρτία, η αμαρτία, αμάρτημα
- pecar στα ελληνικά - αμαρτάνω, από, αμαρτία, αφού, αμαρτίας, την αμαρτία, η αμαρτία, ...
- pedagogia στα ελληνικά - μόρφωση, παιδαγωγία, παιδαγωγική, παιδαγωγικής, την παιδαγωγική, η παιδαγωγική
- pedal στα ελληνικά - πετάλι, πετάλιο, πεντάλι, πεντάλ, πεντάλ του, του πεντάλ
Τυχαίες λέξεις
Peculiar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: της], κατέχω, προσωπικός, ιδιόμορφος, περίεργη, ιδιόμορφη, ιδιόμορφο, περίεργο
Μεταφράσεις: της], κατέχω, προσωπικός, ιδιόμορφος, περίεργη, ιδιόμορφη, ιδιόμορφο, περίεργο