Της] στα πορτογαλικά
Μετάφραση: της], Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
possuir, coruja, peculiar, próprio, pessoal, ter, fruir, mocho, de, da, do, dos, das
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: της]
της ελλάδος τα παιδιά, της κακομοιρας, της γερακινας γιος, της αγαπης μαχαιρια επεισοδιο 1, της ληθης το πηγαδι, της] λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, της] στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τηρώ στα πορτογαλικά - espreitar, observar, observação, reparar, ver, olhar, observe, ...
- της στα πορτογαλικά - seu, suas, lhe, sua, ela, seus, daqui, ...
- τι στα πορτογαλικά - que, cais, plataforma, o quê, o que, o, qual
- τιθασεύω στα πορτογαλικά - doméstico, amansar, domesticar, ensinar, alto, domar, educar, ...
Τυχαίες λέξεις
Της] στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: possuir, coruja, peculiar, próprio, pessoal, ter, fruir, mocho, de, da, do, dos, das
Μεταφράσεις: possuir, coruja, peculiar, próprio, pessoal, ter, fruir, mocho, de, da, do, dos, das