Προσωπικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peculiar, pessoa, pessoal, próprio, pessoais, individual, particular
Προσωπικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικός

προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσωπικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικά στα πορτογαλικά - pessoalmente, pessoal
  • προσωπικό στα πορτογαλικά - faculdade, pessoal, pilha, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de
  • προσωπικός στα πορτογαλικά - peculiar, pessoa, pessoal, próprio, pessoais, individual, particular
  • προσωπικότητα στα πορτογαλικά - temperamento, carácter, personalidade, pessoal, índole, próprio, de personalidade, ...
  • προσωποποιώ στα πορτογαλικά - personificar, representar, passar, passar por, impersonate
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: peculiar, pessoa, pessoal, próprio, pessoais, individual, particular