Polícia στα ελληνικά

Μετάφραση: polícia, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, νόμος, αξιωματικός, αστυνομεύω, αστυφύλακας, αστυνομία, πολιτική, αστυνόμος, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας
Polícia στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • poluição στα ελληνικά - ρύπανση, μόλυνση, μίασμα, ρύπανσης, της ρύπανσης, τη ρύπανση
  • polvo στα ελληνικά - μονός, χταπόδι, χταπόδια, χταποδιού, το χταπόδι, χταποδιών
  • polícias στα ελληνικά - αστυνομεύω, αστυνομία, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας
  • política στα ελληνικά - λούστρο, λιμνούλα, βερνίκι, λουστράρω, στιλβώνω, γυαλίζω, πολιτική, ...
Τυχαίες λέξεις
Polícia στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, νόμος, αξιωματικός, αστυνομεύω, αστυφύλακας, αστυνομία, πολιτική, αστυνόμος, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας