Αξιωματικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αξιωματικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escritório, polícia, empregado, oficial, funcionário, policial, gestor, oficial de, agente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιωματικός
αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός ορισμός πιθανότητας, αξιωματικός ε.α. - σασ φτυνω στα μουτρα αλητεσ, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αξιωματικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αξιοσημείωτα στα πορτογαλικά - notavelmente, extraordinariamente, extremamente, incrivelmente, notável
- αξιοσημείωτος στα πορτογαλικά - notável, glorioso, observação, famoso, digno de nota, noteworthy, ressaltar, ...
- αξιόλογος στα πορτογαλικά - considerável, sólido, notável, notáveis, destaca, digno de nota
- αξιόπιστος στα πορτογαλικά - seguro, relevância, são, confiável, fiável, confiança, confiáveis, ...
Τυχαίες λέξεις
Αξιωματικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escritório, polícia, empregado, oficial, funcionário, policial, gestor, oficial de, agente
Μεταφράσεις: escritório, polícia, empregado, oficial, funcionário, policial, gestor, oficial de, agente