Precedente στα ελληνικά

Μετάφραση: precedente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώην, παλαιός, προηγούμενος, διαρκώ, γέρος, προηγούμενα, κάποτε, τελευταίος, γέρικος, εφάπαξ, φτουρώ, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες
Precedente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • prece στα ελληνικά - προσευχή, ικεσία, προσευχής, την προσευχή, η προσευχή, της προσευχής
  • preceda στα ελληνικά - πολύτιμος, τιμαλφής, προηγούμαι, προηγούνται, προηγείται, να προηγείται, προηγείται της, ...
  • preceder στα ελληνικά - τιμαλφής, πολύτιμος, προηγούμαι, προηγούνται, προηγείται, να προηγείται, προηγείται της, ...
  • preceito στα ελληνικά - κανονισμός, υπαγορεύω, ρύθμιση, ιθύνω, αποφασίζω, βασιλεύω, κανόνας, ...
Τυχαίες λέξεις
Precedente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώην, παλαιός, προηγούμενος, διαρκώ, γέρος, προηγούμενα, κάποτε, τελευταίος, γέρικος, εφάπαξ, φτουρώ, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες