Γέρος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: γέρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bom, anterior, bem, antecedente, precedente, velho, antigo, velha, idade, antiga
Γέρος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέρος

γέρος της δημοκρατίας, γέρος ονειροκριτης, γέρος συνώνυμα, γέρος του μοριά ταβέρνα, γέρος του βουνού, γέρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γέρος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • γέρικος στα πορτογαλικά - bom, velho, anterior, antecedente, bem, precedente, gerikos
  • γέρνω στα πορτογαλικά - encosta, volta, liga, pender, laje, torcer, declive, ...
  • γέφυρα στα πορτογαλικά - pontes, ponte, ponte de, bridge, ponte do, da ponte
  • γήινος στα πορτογαλικά - terrestre, terrena, terreno, terrenas, terrenos
Τυχαίες λέξεις
Γέρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: bom, anterior, bem, antecedente, precedente, velho, antigo, velha, idade, antiga