Provento στα ελληνικά

Μετάφραση: provento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαβή, εισόδημα, πρόσοδοι, έσοδα, προϊόν, εσόδων, προχωρά
Provento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • proveito στα ελληνικά - κέρδος, απολαβές, απολαβή, δίχτυ, αποδοχές, ωφέλεια, πλεονέκτημα, ...
  • proveitoso στα ελληνικά - εξυπηρετικός, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, κερδοφόρες, επικερδείς
  • prover στα ελληνικά - προμήθεια, καθιστώ, προνοώ, παρέχω, προσφέρω, επιπλώνω, παροχή, ...
  • providenciar στα ελληνικά - παρέχω, προνοώ, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Τυχαίες λέξεις
Provento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαβή, εισόδημα, πρόσοδοι, έσοδα, προϊόν, εσόδων, προχωρά