Εισόδημα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inclusiva, juro, renda, provento, receita, rendimentos, rendimento, de renda, lucro
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισόδημα
εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εισόδημα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εισροή στα πορτογαλικά - influxo, afluxo, afluência, entrada, fluxo
- εισχωρώ στα πορτογαλικά - infestar, infiltrar, penetrar, penetram, penetração, penetre, penetra
- εκατομμύριο στα πορτογαλικά - milhão, modista, milhões, milhões de, milhão de
- εκατονταετηρίδα στα πορτογαλικά - centenário, centenária, centenary, do centenário, secular
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inclusiva, juro, renda, provento, receita, rendimentos, rendimento, de renda, lucro
Μεταφράσεις: inclusiva, juro, renda, provento, receita, rendimentos, rendimento, de renda, lucro