Rudimento στα ελληνικά

Μετάφραση: rudimento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστατικός, παράγοντας, στοιχείο, εξάρτημα, συντελεστής, rudiment
Rudimento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rude στα ελληνικά - ακατέργαστος, χονδροειδής, αγροίκος, αγενής, ωμός, σκληρός, τραχύς, ...
  • rudeza στα ελληνικά - αγένεια, την αγένεια, αγένειας, αγένειά, την αγένειά
  • rugido στα ελληνικά - ωρύομαι, βρυχηθμός, βρυχώμαι, ξεγυμνώνω, ληστεύω, βοή, βρυχηθμό, ...
  • rugir στα ελληνικά - βρυχηθμός, ωρύομαι, βρυχώμαι, ληστεύω, ξεγυμνώνω, βοή, βρυχηθμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Rudimento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστατικός, παράγοντας, στοιχείο, εξάρτημα, συντελεστής, rudiment