Subsidiar στα ελληνικά
Μετάφραση: subsidiar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδότηση, επιχορήγηση, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδοτήσουν, επιδοτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- subsequente στα ελληνικά - κατόπιν, μεταγενέστερα, μεταγενέστερος, μετέπειτα, μεταγενέστερες, επακόλουθη, μεταγενέστερη, ...
- subsequentemente στα ελληνικά - μεταγενέστερα, κατόπιν, ακολούθως, στη συνέχεια, συνέχεια, εν συνεχεία
- subsolo στα ελληνικά - υπόγειο, κελάρι, υπόγειος, υπόγεια, υπόγειες, του υπόγειου
- substantivo στα ελληνικά - ουσιαστικό, αναπληρωματικός, τρέφω, αναπληρώνω, καλλιεργώ, υποκαθιστώ, noun, ...
Τυχαίες λέξεις
Subsidiar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδότηση, επιχορήγηση, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδοτήσουν, επιδοτεί
Μεταφράσεις: επιδότηση, επιχορήγηση, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδοτήσουν, επιδοτεί