Sul στα ελληνικά
Μετάφραση: sul, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νότιος, μεσημβρινός, νότος, νότια, νότο, νότιο
Μεταφράσεις
- sujeito στα ελληνικά - υπήκοος, ψυχή, ατομικός, θέμα, πρόσωπο, άνθρωπος, υποκείμενο, ...
- sujo στα ελληνικά - ακάθαρτος, απαίσιος, αναίσθητος, ιδρύω, κολλώ, ανέντιμος, πτερύγιο, ...
- sulco στα ελληνικά - ραφή, παρατάσσω, επενδύω, γραμμή, ζάρωμα, ρυτίδα, χαντάκι, ...
- sulfúrico στα ελληνικά - πράξη, σύνολο, θειικός, θειικό, θειικού, το θειικό, θειϊκό
Τυχαίες λέξεις
Sul στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νότιος, μεσημβρινός, νότος, νότια, νότο, νότιο
Μεταφράσεις: νότιος, μεσημβρινός, νότος, νότια, νότο, νότιο