Tolo στα ελληνικά

Μετάφραση: tolo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουμί, κουτός, κοροϊδεύω, εξαντλώ, χαζός, βλάκας, χυμός, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Tolo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tolerar στα ελληνικά - εμμένω, πάσχω, υποφέρω, ντομάτα, παθαίνω, γεννώ, ανέχεται, ...
  • tolere στα ελληνικά - ανέχομαι, ντομάτα, ανέχονται, ανεχτώ, ανέχεται, ανεχθεί, ανεχθούν
  • tom στα ελληνικά - τόνος, τσιμπίδα, λαβίδα, ατμόσφαιρα, τόνο, ήχο, τόνου, ...
  • tomar στα ελληνικά - ποτό, πίνω, χόρτο, αρπάζω, καταλαμβάνω, υποθέτω, πιάνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Tolo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουμί, κουτός, κοροϊδεύω, εξαντλώ, χαζός, βλάκας, χυμός, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους