Κοροϊδεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κοροϊδεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tolo, comida, imbecil, alimento, joguete, dupe, ingênuo, enganar, internegativo
Κοροϊδεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω ετυμολογια, κοροϊδεύω ποιήματα, κοροϊδεύω αγγλικά, κοροϊδεύω στα αγγλικά, κοροϊδεύω συνώνυμα, κοροϊδεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοροϊδεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κορνέτα στα πορτογαλικά - corneta, cornet, cartucho, trombeta, buzina
  • κοροϊδία στα πορτογαλικά - spoof, paródia, da paródia, paródia de, da paródia de
  • κορσάζ στα πορτογαλικά - corpete, corsage, buquê, broche, buquê de
  • κορσέ στα πορτογαλικά - espartilho, corset, do espartilho, colete, espartilho de
Τυχαίες λέξεις
Κοροϊδεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tolo, comida, imbecil, alimento, joguete, dupe, ingênuo, enganar, internegativo