Válido στα ελληνικά

Μετάφραση: válido, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρώνω, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες
Válido στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vá στα ελληνικά - πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
  • vácuo στα ελληνικά - άδειος, παραβγαίνω, κενό, μιμούμαι, κενού, κενώ, υπό κενό, ...
  • válvula στα ελληνικά - φορτηγάκι, σωλήνας, βαλβίδα, βαλβίδας, της βαλβίδας, βαλβίδος, βαλβίδων
  • vário στα ελληνικά - διάφορα, διάφορος, βερνικώνω, διάφορες, διαφόρων, διάφορους, διάφοροι
Τυχαίες λέξεις
Válido στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρώνω, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες