Κυρώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
válido, valide, validar, ratifica, ratificar, ratifique, ratifica o
Κυρώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρώνω

ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κυρώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κυρτός στα πορτογαλικά - curvo, sinuoso, tortuoso, convexo, convexa, convexos, convexas, ...
  • κυρτώνω στα πορτογαλικά - volta, curva, curvatura, curvar, arqueamento, camber, de camber, ...
  • κυτταρικός στα πορτογαλικά - celular, celulares, de celular, alveolar
  • κυψέλη στα πορτογαλικά - cortiço, colméia, colmeia, hive, ramificação, ramo de
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: válido, valide, validar, ratifica, ratificar, ratifique, ratifica o