Verbo στα ελληνικά

Μετάφραση: verbo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρήμα, επαληθεύω, ρήματος, verb, το ρήμα, ρημάτων
Verbo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • verbete στα ελληνικά - άρθρο, ρήτρα, εγγραφή, είσοδος, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
  • verdade στα ελληνικά - εκδικάζω, δοκιμάζω, αλήθεια, προσπαθώ, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, ...
  • verdadeiramente στα ελληνικά - πραγματικά, γεωγραφικός, αληθινά, πράγματι, γνήσια, αλήθεια, απολύτως, ...
Τυχαίες λέξεις
Verbo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρήμα, επαληθεύω, ρήματος, verb, το ρήμα, ρημάτων