Vocábulo στα ελληνικά
Μετάφραση: vocábulo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορία, τρίμηνο, όρος, λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού
Μεταφράσεις
- vocalizar στα ελληνικά - προφέρω, φωνοποιώ, φωνοποιεί, φωνοποιήσουν, φωνοποιούν
- vociferar στα ελληνικά - κενό, μεγαλαυχώ, μανία, πολυβοϊα, δεχτήκαμε επιθέσεις, την πολυβοϊα
- você στα ελληνικά - νέος, μικρός, σας, εσύ, εσείς, κάνετε, το κάνετε, ...
- vogal στα ελληνικά - φωνήεν, φωνήεντος, φωνηέντων, το φωνήεν, φωνήεντα
Τυχαίες λέξεις
Vocábulo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορία, τρίμηνο, όρος, λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού
Μεταφράσεις: διορία, τρίμηνο, όρος, λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού