Όρος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: όρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
termo, serra, vocábulo, mudar, estipulação, montanhas, tergiversar, montanha, monte, estipule, montagem, expressão, estipular, prazo, duração, mandato
Όρος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρος

όρος των ελαιών, όρος πατέρας, όρος καλλίδρομο, όρος της αφροδίτης, όρος θαβώρ, όρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, όρος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • όριο στα πορτογαλικά - raia, confins, limite, limite de, limites, prazo
  • όρκος στα πορτογαλικά - remo, jura, votar, voto, juramento, juramento de, o juramento
  • όροφος στα πορτογαλικά - inundar, assoalho, soalho, andar, inundação, pavimento, banhar, ...
  • όσιος στα πορτογαλικά - sacro, sagrado, santo, abençoado, bendito, Santíssima, Santíssimo, ...
Τυχαίες λέξεις
Όρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: termo, serra, vocábulo, mudar, estipulação, montanhas, tergiversar, montanha, monte, estipule, montagem, expressão, estipular, prazo, duração, mandato