Acel στα ελληνικά
Μετάφραση: acel, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκείνος, που, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accident στα ελληνικά - ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
- aceasta στα ελληνικά - αυτό, αυτός, αυτή, αυτό το ένα
- acela στα ελληνικά - που, εκείνος, ότι ένα, ότι μία, ότι ένας, ότι μια, ότι κάποιος
- acelaşi στα ελληνικά - ίδιος, ίδιο, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιου
Τυχαίες λέξεις
Acel στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκείνος, που, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι
Μεταφράσεις: εκείνος, που, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι