Corset στα ελληνικά
Μετάφραση: corset, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- corp στα ελληνικά - σεντούκι, σώμα, μπαούλο, προβοσκίδα, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, ...
- corpolent στα ελληνικά - τροφαντός, εύσαρκος, παχύσαρκος, εύσωμος, παχύς
- cort στα ελληνικά - σκηνή, τέντα, σκηνής, τέντας, τη σκηνή
- cortină στα ελληνικά - κουρτίνα, τυλίγω, αυλαία, μανδύας, κουρτίνας, παραπέτασμα, κουρτινών
Τυχαίες λέξεις
Corset στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό