Κορσέ στα ρουμανικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
corset, corsetul, Corsete, corset din
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κορσέ στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα ρουμανικά - bufon, prost, înșela, dupe, naiv, șmecheri, fraierul
- κορσάζ στα ρουμανικά - buchet, corsaj, de corsaj, corsage, corsajul, corsaje
- κορυδαλλός στα ρουμανικά - ciocârlie, Lark, ciocârlia, glumă, glumi
- κορυφή στα ρουμανικά - culme, top, sus, de top, de sus, superior
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: corset, corsetul, Corsete, corset din
Μεταφράσεις: corset, corsetul, Corsete, corset din